πνευματοδώτης

πνευματοδώτης
πνευμᾰτο-δώτης, ου, ,
A giver of spirit, PMag.Par.1.1371.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πνευματοδώτης — ὁ Α αυτός που προσφέρει πνεύμα, ζωή, ο ζωοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + δωτης (< δώτης < δίδωμι), πρβλ. ξενο δώτης] …   Dictionary of Greek

  • πνευματοδώτας — πνευματοδώτᾱς , πνευματοδώτης giver of spirit masc acc pl πνευματοδώτᾱς , πνευματοδώτης giver of spirit masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”